- κύχραμος
- κύχραμος, ὁ, a bird that migrates with quails, perhapsA corn-crake, Rallus crex, or water-rail, Rallus aquaticus, Arist.HA597b17 (vv.ll. κέχραμος, κίχραμος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κύχραμος — κύχραμος, ὁ (Α) είδος αποδημητικού πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
κύχραμος — corn crake masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταρόκοτα — Κοινή ονομασία του καλοβατικού, νυχτόβιου πτηνού κρεξ η γνησία ή η λειμώνιος, που ανήκει στην οικογένεια των Ραλλιδών της τάξης των ραλλόμορφων ή γερανόμορφων. Είναι επίσης γνωστό και ως ορτυκομάνα, ορδυκομάνα, ραδιγουάλια, ορτυγοσούρτης,… … Dictionary of Greek